Το «γιορτινό τραπέζι» της κατοχής – Φιλέτα γαϊδουροκεφαλής και συνταγές χωρίς… υλικά

Χριστούγεννα με πατατοφλουδοκεφτέδες και άλλες συνταγές της πείνας

Στα χρόνια της Κατοχής, τα χόρτα ήταν στο επίκεντρο των συνταγών στα αλµυρά φαγητά και η σταφίδα στα γλυκά. «Παίρνετε τις ντοµάτες, αν τις βρείτε, τις λειώνετε, τις βράζετε και µετά ρίχνετε τις ελιές: 5 µε 6 ελιές για κάθε άτοµο της οικογένειας. Να µια νόστιµη σούπα που δεν την είχατε σκεφτεί πριν». Τέτοιου τύπου συµβουλές έδιναν καθηµερινά οι εφηµερίδες της Κατοχής, καθώς οι ελλείψεις προϊόντων, οι αστρονοµικές τιµές και η µαύρη αγορά έκαναν την επιβίωση δύσκολη και έφερναν την ασιτία προ των πυλών. Αν σε κάποιον είχε περισσέψει από το µεσηµέρι ένα πιάτο φασολάκια γιαχνί, ο περίφηµος Νίκος Τσελεµεντές στη στήλη του σε εφηµερίδα πρότεινε: «Ψιλοκόψτε το περίσσευµα, ρίξτε το στην κατσαρόλα, ρίξτε και αρκετό νερό, βάλτε και µερικές ελιές και έτοιµη η σούπα».

Στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνά της µε τίτλο «Οι συνταγές της… πείνας», η ιστορικός Ελένη Νικολαΐδου παρουσιάζει όλες τις λεπτοµέρειες της δύσκολης καθηµερινότητας του Αθηναίου στην Κατοχή µαζί µε περισσότερες από εβδοµήντα σελίδες µε τις συνταγές που χρησιµοποιούσαν τότε οι άνθρωποι για να στρώνουν ένα τραπέζι, έστω και εκ των ενόντων.

Φασολάκια χωρίς φασόλια, µουσταλευριά χωρίς… µούστο, βλίτα ογκρατέν, βλιτοκεφτέδες, βιεννέζικο «νόκερλ» από πατάτες, λάχανο µε κάστανα, µελιτζάνες µε πουρέ πατάτας, κολοκύθια γεµιστά µε τραχανά, σπανακοπίλαφο, σέσκουλα πουρέ, κυδωνόπαστο, µαρµελάδα πορτοκάλι χωρίς ζάχαρη, τσάι πορτοκαλιού. Όλα αυτά είχαν όνοµα και µάλιστα ευφάνταστο: λέγονταν «πολεµικά εδέσµατα»….

Φασολάκια χωρίς φασόλια και µουσταλευριά χωρίς… µούστο

Στα Χαυτεία υπήρχαν ζαχαροπλαστεία που πωλούσαν γλυκίσµατα ακατάλληλα προς βρώση, κατασκευασµένα µε τσουένι (ρίζα κέθρου) και άλλες επιβλαβείς ουσίες. Το σαπούνι ήταν σπάνιο. Κάποιοι αετονύχηδες πωλούσαν νέο είδος σαπουνιού που, αν το χρησιµοποιούσες, κατέστρεφες τα ρούχα σου ή βρώµιζες το σώµα σου χειρότερα από πριν. Οι γάµοι γίνονταν µε µαύρα κουφέτα! Επειδή τα κουφέτα ήταν πανάκριβα και δυσεύρετα, έφτιαχναν κουφέτα από καμένη ζάχαρη. Ως νόστιµο χειµωνιάτικο φρούτο οι άνθρωποι κατανάλωναν κούµαρα. Τα κούµαρα έχουν γλυκιά γεύση, αλλά είναι γεµάτα µε σκληρούς σπόρους και πρέπει να τρώγονται σε µια συγκεκριµένη φάση ωρίµανσης, ενώ δεν αντέχουν σχεδόν καθόλου µετά τη συγκομιδή.

Σαρδέλες για δώρο

Στις γιορτές, οι Αθηναίοι συνέχιζαν να ανταλλάσσουν επισκέψεις, αλλά για δώρα έδιναν τρόφιµα. Τα καταστήµατα πλάσαραν στις βιτρίνες ως καλύτερα δώρα µεγάλες στολισµένες σακούλες που περιείχαν δύο κοµµάτια µαντολάτο, δύο κοµµάτια παστέλι, πενήντα φιστίκια, πενήντα αµύγδαλα κ.ο.κ. Οι βασιλόπιτες από χαρουπάλευρο και σταφίδες κόστιζαν µια περιουσία. Τα Χριστούγεννα του 1941 ένα µαγαζί πωλούσε για πρωτοχρονιάτικο δώρο παστές σαρδέλες. Ο καθένας πωλούσε ό,τι µπορούσε. Κατάστηµα που προπολεµικά πωλούσε µόνο ηλεκτρικά είδη τώρα δίπλα στην ηλεκτρική συσκευή είχε ένα µικρό, πανάκριβο γλυκό,50 δραχµές το κοµµάτι. Και τα γνωστά ανθοπωλεία της Βασιλίσσης Σοφίας στη Βουλή πουλούσαν επίσης µελιτζάνες, κολοκυθάκια και παντζάρια.

Oι ελλείψεις προϊόντων, οι αστρονοµικές τιµές, και η µαύρη αγορά έκαναν την επιβίωση δύσκολη και έφερναν την ασιτία προ των πυλών

Γάτες και σκύλοι στο τραπέζι

Τον πρώτο χειµώνα της Κατοχής εξαφανίστηκαν από την Αθήνα γάτες και σκύλοι για ευνόητους λόγους. Η Αστυνοµία συνέλαβε κάποιον που προσπαθούσε να πουλήσει σκύλο ράτσας «λουλού» ως αρνάκι γάλακτος. Αλλος συνελήφθη να πουλάει κοκκινιστές γάτες στην κατσαρόλα, ενώ µια γάτα ήταν γδαρµένη και την πωλούσε για κουνέλι.

Σε µια συνοικία της Αθήνας, τον Ασύρµατο, µια γυναίκα έσφαζε σκυλιά, τα µαγείρευε και τα πουλούσε ως φαγητό. Όταν πιάστηκε, είχε µαγειρέψει έναν σκύλο µε κολοκυθάκια. Το σκληρό κρέας είχε βάλει σε υποψίες έναν πελάτη που µασούσε το κρέας και δεν µπορούσε να το καταπιεί.

Τον Μάρτιο του 1942 συνελήφθη κάποιος που είχε µαζί του τρεις γαϊδουροκεφαλές και τις πήγαινε σε εστιατόριο. Ο εν λόγω πολίτης έσφαζε συστηµατικά γαϊδούρια και τα καλύτερα κοµµάτια των ζώων τα πωλούσε σε πολυκατοικίες του Κολωνακίου ως… µοσχαρίσια φιλέτα. Τα λιγότερο καλά τα πήγαινε σε άλλες συνοικίες.

Στην Καισαριανή διέθεταν κατά σύστηµα το κοινό αλογίσιο κρέας, το οποίο γινόταν ανάρπαστο. Ο Τύπος, µάλιστα, δεν δίστασε να επιδοκιµάσει την πρακτική: «Σ’ όλον τον κόσµον τρώγεται το άλογον. Και εφ’ όσον έχει επιστηµονικώς διαπιστωθεί ότι είναι κατάλληλον προς βρώσιν είναι ακατανόητον, µε τας σηµερινάς µάλιστα δυσχερείας, να το κρατάµε µακριά από τις κουζίνες µας»….

Πώς γιόρταζαν τα Χριστούγεννα οι Αθηναίοι την περίοδο της γερμανικής Κατοχής και ποιες συνήθεις “υιοθέτησαν” ώστε να καταφέρουν να επιβιώσουν

Οι Αθηναίοι και τα Χριστούγεννα καλούνταν να επιβιώσουν ως μία άλλη καθημερινή ημέρα, σχεδόν. Οι συνταγές της πείνας τούς οδήγησαν σε νέες συνήθειες. Να μην πετάνε τα κουκούτσια, κάπου θα χρησιμεύσουν, να μην πετάνε τις κλωστές από τα φασολάκια, τρώγονται και αυτές, αν δεν υπάρχει ζάχαρη, δεν πειράζει, να βράζουν σταφίδες ή σύκα και έχουν κάτι γλυκό.

Τρία Χριστούγεννα γιόρτασαν οι Αθηναίοι με γερμανική κατοχή. Ο Δεκέμβριος του 1941 είχε σκορπίσει θανατικό στα σπίτια. Το ίδιο και το 1942 και το 1943 που ήταν χρονιές των μπλόκων με τους κουκουλοφόρους, των εκτελέσεων στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, των συλλήψεων, των βασανιστηρίων.

Παρ΄ όλη τη θλιβερή αυτή ατμόσφαιρα οι Αθηναίοι έκαναν προσπάθειες να γίνουν ξεχωριστές οι γιορτινές ημέρες. Λίγο διαφορετικά βέβαια, αλλά τις γιόρταζαν. Έκαναν επισκέψεις σε φίλους με δώρο μία χούφτα φουντούκια ή αμύγδαλα ή κάποιο άλλο τρόφιμο. Στην προσπάθειά τους να επιζήσουν, δεν έπαψαν να ζουν. Και σε γιορτές πήγαιναν, και σε θέατρο, και σε κινηματογράφο. Έδειξαν αντοχή και σθένος.

Οι ελλείψεις των τροφίμων που οδηγούσαν στην πείνα και την έλλειψη βιταμινών γέννησαν τις συνταγές χωρίς… υλικά. Η μαγειρική των περιστάσεων, λοιπόν, ήταν το κύριο θέμα του Αθηναίου και στις γιορτές. Συνταγές επιβίωσης δημοσίευαν σχεδόν καθημερινά οι εφημερίδες για να τους βοηθήσουν να αλλάξουν διατροφικές συνήθειες και να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Οι πατατοφλουδοκεφτέδες μαγειρεύονταν από τις φλούδες της πατάτας, δεν τις πετούσαν, τις άλεθαν, πρόσθεταν και όποιο άλλο λαχανικό ήταν εύκαιρο, το έπλαθαν και να ο κεφτές για το τηγάνι ή τον φούρνο. Το ίδιο και με τις φλούδες των μήλων. Τις έπλεναν, τις έβραζαν και το σιρόπι ήταν για σερβίρισμα. Αν μάλιστα έβαζαν στη βράση και σταφίδες ή σύκα τότε τα παιδιά θα… ξετρελαίνονταν!

Έτρωγαν πατάτα αντί για ψωμί και λούπινα αντί για κρέας, μαζεύαν τα ψίχουλα από το τραπέζι και σε μία εβδομάδα είχαν ικανή ποσότητα ψωμιού! Δεν πετούσαν τα λιωμένα, μαραμένα φρούτα, γίνονταν μαρμελάδα με σταφυλοζάχαρο!

Ανταλλακτική οικονομία

Στην κατοχική Αθήνα το μόνο που είχε ανταλλακτική αξία, ήταν το κάθε είδους τρόφιμο. Έτσι οι Αθηναίοι μάθαιναν ότι για να ράψουν ένα κουστούμι μπορούσαν να πληρώσουν και με τρόφιμα. Μία επιγραφή οίκου ραπτικής αναφέρει τα εξής:

«Ταγιέρ: 5 οκάδες φασόλια ή 4 οκάδες λάδι. Φόρεμα απλό: 3 οκάδες φασόλια ή 2 οκάδες λάδι».
Στη βιτρίνα καταστήματος πωλούνταν μία ραπτομηχανή έναντι 6.000 δραμιών ή δύο οκάδων λάδι.

Το κέντρο της Αθήνας, δηλαδή η οδός Αθηνάς, έχει γίνει μία μεγάλη υπαίθρια αγορά που βασιζόταν στο νόμο της ανταλλαγής. Ό,τι είχε ο καθένας το πήγαινε εκεί και προσπαθούσε να το ανταλλάξει με κάτι που χρειαζόταν και δεν το είχε. Παλιά αντικείμενα, ρούχα και παπούτσια ανταλλάσσονταν με τα πιο απίθανα πράγματα. Κάποιος αντάλλαξε ένα ζευγάρι παπούτσια με αλάτι ή ποτάσα, ένας άλλος αντάλλαξε ένα γραμμόφωνο με λάδι και κάποιος άλλος πρόσφερε τσιγάρα για λίγο ψωμί. Πωλούσαν ή αγόραζαν τεντζερέδες, γραμμόφωνα, κουβέρτες, παλιά νομίσματα, χαλιά, σόλες φτιαγμένες από ρόδες αυτοκινήτων, κούνιες μωρών κ.λπ.

Στα πεζοδρόμια της οδού Αθηνάς μέχρι και την κεντρική αγορά υπήρχαν ατελείωτες σειρές από φουφούδες, μικρές και μεγάλες, τηγάνια και τηγανάκια, σχάρες και άλλα σύνεργα, πιάτα και ό,τι άλλο χρειαζόταν ο υποψήφιος πωλητής, αμφιβόλου ποιότητας, μαγειρευτού φαγητού.

Το κέντρο γέμιζε με κόσμο που πούλαγε και αγόραζε.

Μαύρα κουφέτα στους γάμους

Οι γάμοι που γίνονταν στις εκκλησίες δεν είχαν κανονικές μπουμπουνιέρες. Και αυτό γιατί τα κουφέτα ήταν πανάκριβα, αν μπορούσε να τα βρει, βέβαια, κανείς. Πιο συνηθισμένο ήταν να μοιράζουν… μαύρα κουφέτα φτιαγμένα από “καμένη” ζάχαρη.

Παπούτσια

Στους Αθηναίους προστίθεται ένα επιπλέον σοβαρό πρόβλημα. Αυτό των παπουτσιών. Στις εφημερίδες αναφέρεται πως οι γυναίκες στα παπούτσια τους αντί για σόλα, βάζουν ξύλο. Οι σόλες, κυρίως, λιώνουν και η επισκευή τους κοστίζει τόσο ακριβά που τους είναι αδύνατο να τις φτιάξουν.

Οι Αθηναίοι επιδιορθώνουν τα παπούτσια τους σε πωλητές πετάλων, οι οποίοι έχουν γίνει τόσο ακριβοί που είναι απλησίαστοι για τον περισσότερο κόσμο. Μερικοί από αυτούς πωλούν και κομμάτια δέρματος για να γίνουν επιδιορθώσεις στα τακούνια.

Η ανάγκη κάνει τους Αθηναίους να εφευρίσκουν… παπούτσια, έτσι κάνουν την εμφάνισή τους σχοινένια και ξύλινα παπούτσια. Τα σχοινένια και ξύλινα παπούτσια εμφανίστηκαν, εξ’ ανάγκης, στην Κατοχή και έκτοτε πήραν τη θέση τους -με τις αναγκαίες παραλλαγές φυσικά- στην ποικιλία παπουτσιών μέχρι την εποχή μας.

Αντιστοιχία μισθού με τιμές προϊόντων

Και ενώ η τροφή ήταν η μόνιμη σκέψη τους, οι μισθοί τους δεν έφταναν ούτε για την πρώτη εβδομάδα, λόγω του πληθωρισμού και της ακρίβειας.

Έτσι τον Φεβρουάριο του 1943 δημοσιεύεται ο ανώτερος και ο κατώτερος μισθός ενός ιδιωτικού υπαλλήλου.

Ένας υπάλληλος την Αθήνα πληρωνόταν, σύμφωνα με την ανακοίνωση των εφημερίδων, από 35.000 έως 115.000 δραχμές. Η αντιστοιχία αυτών των μισθών με προϊόντα αυτής της περιόδου καταδεικνύει ότι ούτε ο ανώτερος μισθός ήταν αρκετός για να ζήσει ένας Αθηναίος.

Σύμφωνα με τα στοιχεία των γερμανικών υπηρεσιών, στις αρχές του καλοκαιριού του 1943, οι τιμές είχαν ξεπεράσει κατά 1.000 φορές το προπολεμικό επίπεδο, ενώ οι μισθοί και τα ημερομίσθια είχαν ανέβει, ανάλογα με την κατηγορία των μισθωτών από 25 ως 150 φορές και παρέμεναν έτσι κάτω από το βιοτικό ελάχιστο.

Σημείωση:

1.Οι ενδεικτικές συνταγές από την περίοδο της Κατοχής δεν συστήνονται για σημερινή εφαρμογή.

2.Η οκά ήταν οθωμανική μονάδα μέτρησης της μάζας που επίσημα καταργήθηκε το 1959. Μία οκά ήταν ίση με 1.280 γραμμάρια.

Πηγή: Ελένη Νικολαΐδου, Η ζωή στην Αθήνα την περίοδο της Κατοχής. Οι συνταγές της πείνας, εκδόσεις ΚΨΜ

Του Νίκου Ιωάννου από τα 24 Γράμματα και της Eλένης Νικολαΐδου από το news247.gr

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί